- ἡγεμόνευσαν
- ἡγεμονεύωlead the wayaor ind act 3rd plἡγεμονεύωlead the wayaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
Δελαρός — (De la Roche).Εξελληνισμένος τύπος επωνύμου Γάλλων ευγενών από τη Βουργουνδία, οι οποίοι ηγεμόνευσαν στην Αττική, στη Βοιωτία, στη Μεγαρίδα κ.α., κατά την εποχή της φραγκοκρατίας. 1. Όθων (τέλη 12ου αι. – αρχές 13ου αι.). Ιδρυτής της δυναστείας.… … Dictionary of Greek